- κατορθῶσιν
- κατορθόωset uprightpres subj mp 2nd sg (epic)κατορθόωset uprightpres subj act 3rd plκατορθόωset uprightpres subj act 3rd sg (epic)κατορθόωset uprightpres subj mp 2nd sg (epic)κατορθόωset uprightpres subj act 3rd plκατορθόωset uprightpres subj act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
См. также в других словарях:
κατόρθωσιν — κατόρθωσις setting straight fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατόρθωσις — κατόρθωσις, ώσεως, η (ΑΜ) [κατορθώ] επιτυχής εκτέλεση, επιτυχία, κατόρθωμα («ἡ γὰρ τῶν πέλας ἀπειρία μέγιστον ἐφόδιον γίγνεται τοῑς ἐμπείροις πρὸς κατόρθωσιν», Πολ.) αρχ. 1. η τοποθέτηση σπασμένου ή εξαρθρωμένου οστού στη θέση του, ανάταξη 2.… … Dictionary of Greek